- αχλαδιά
- Α. ονομάζονται όλες οι ποικιλίες με εδώδιμους καρπούς που προήλθαν από φυσική ή τεχνητή διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών κυρίως της άγριας α. (απιδέαπύρρος ο κοινός), φυλλοβόλου, αυτοφυούς δενδρυλλίου της Ευρώπης, της Μικράς Ασίας και της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας. Τόπος καταγωγής της φαίνεται ότι είναι η βόρεια της Περσίας περιοχή, στις δασοσκεπείς εκτάσεις της οποίας συναντιέται συχνά ως ακανθώδης θάμνος με μικρούς αχλαδόμορφους, σαρκώδεις καρπούς και μεσοκάρπιο πλούσιο σε σκληρά λιθώδη κύτταρα. Όταν καλλιεργηθεί, γίνεται δέντρο που μπορεί να φτάσει σε ύψος ακόμα και τα 15 μ.
Έχει φύλλα κατ’ εναλλαγή, στίλβοντα, διαφόρων αποχρώσεων του πράσινου, αναλόγως των ποικιλιών, ωοειδή, οξύληκτα, ελαφρώς πριονωτά, άνθη μεγάλα, λευκά, ανά 5-8 κατά ορθίους κορύμβους, με περιάνθιο διπλό (5 σέπαλα και 5 πέταλα), υποφυή ωοθήκη και πολυάριθμους στήμονες.
Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται (αριθμούνται σε 5.000 περίπου), δεν προέρχονται όλες από την απιδέα την κοινή, αλλά από περισσότερα είδη.
Μετά τη γονιμοποίηση αναπτύσσεται ο καρπός, η σάρκα του οποίου σχηματίζεται από τους ιστούς της ωοθήκης και του περιανθίου. Οι καρποί της α. καταναλώνονται πολύ και τρώγονται είτε νωποί είτε ως μαρμελάδα, ζελατίνα, ζαχαρωτά και αποξηραμένοι. Η σάρκα είναι συχνά μαλακή, υδαρής ή τραγανή, λιγότερο ή περισσότερο κοκκώδης, οπωσδήποτε τρυφερή και μυελώδης· μέσα της υπάρχουν συχνά κόκκοι που οφείλονται σε λιθώδη κύτταρα. Το χρώμα της σάρκας ποικίλλει από το λευκό μέχρι το αχυρί, και της επιδερμίδας από το πρασινωπό, κίτρινο, ιώδες μέχρι το εντελώς κοκκινωπό. Ως προς τη μορφή τα αχλάδια διακρίνονται σε καρπούς τυπικά απιόμορφους ή περισσότερο επιμήκεις παρά πλατείς, σε σφαιρικούς και ομαλούς, κοίλους στον ποδίσκο, όπως το πάσα κρασάνα, σε πολύ επιμήκεις, όπως η κόσια, σε κωδωνοειδείς, κυρτούς και ακανόνιστους, όπως το γουίλιαμς.
Στα αχλάδια διακρίνεται πάντοτε καλά ένα βασικό τμήμα όπου προσκολλάται το κοτσάνι, σε ορισμένους καρπούς μικρό και παχύ, σε άλλους μακρύ, λεπτό και κυρτό, καθώς και ένα ακραίο και κοίλο τμήμα, με τα υπολείμματα του κάλυκα (κοιλότητα κάλυκα), που συχνά έχει χρώμα πιο βαθύ από τον υπόλοιπο καρπό.
Ως προς τις περιόδους ωρίμανσης οι α. διακρίνονται σε καλοκαιρινές, φθινοπωρινές και όψιμες. Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 8 εκατομμύρια α.
καρποκάψα της α. Έντομο της οικογένειας των τορτρικιδών. Τα φτερά του έχουν χρώμα σκούρο-γκρίζο με εγκάρσιες λωρίδες. Η κάμπια είναι λευκή με ανοικτό καστανό κεφάλι. Είναι πολύ διαδεδομένη στη κεντρική Ασία. Οι κάμπιες ξεχειμωνιάζουν μέσα σε κουκούλια, που βρίσκονται ανάμεσα στις ρίζες του εδάφους ή στο ανώτερο στρώμα του. Οι πεταλούδες, από τον Ιούνιο έως τα τέλη του Ιουλίου, αφήνουν περίπου 90 αβγά πάνω στα αχλάδια. Οι κάμπιες μπαίνουν απευθείας από το αβγό στο αχλάδι και τρέφονται με τους σπόρους του. Τον Αύγουστο εγκαταλείπουν τα αχλάδια και μπαίνουν στο έδαφος. Οι καρποί που προσβλήθηκαν σαπίζουν και πέφτουν. Η κ. της α. καταπολεμείται με φθινοπωρινό ή ανοιξιάτικο ξανασκάλισμα του εδάφους γύρω από τους κορμούς. Τα νέα εντομοκτόνα έχουν επίσης καλά αποτελέσματα για την καταπολέμηση αυτών των εντόμων.
Η απιδέα η κοινή είναι ο «γενάρχης» όλων των ειδών αχλαδιάς.
Τα μεγάλα και λευκά άνθη της άγριας αχλαδιάς.
Η ποικιλία Luisse-Bonne είναι μία από τις συνολικά πέντε χιλιάδες ποικιλίες της αχλαδιάς.
Η ποικιλία των αχλαδιών βουτυράτα, θεωρείται από τις πιο νόστιμες.
* * *ηκοινή ονομασία ορισμένων ειδών του γένους Πίρος (Pirus communis), οπωροφόρων δέντρων που καλλιεργούνται σ' όλες τις εύκρατες χώρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αχλαδέα < μτγν. αχλάς < αρχ. αχράς].
Dictionary of Greek. 2013.